- νηματοκύστη
- ηζωολ. μικροσκοπική επιμήκης ή σφαιρική κάψα που απαντά κυρίως στα κνιδόζωα, στην επιφάνεια τού σώματος τού ζώου, παράγεται από τη νηματοβλάστη και περιέχει ένα συνεστραμμένο νημάτιο, το οποίο ύστερα από διέγερσή του εκτινάσσεται και ελευθερώνει δηλητήριο για την προστασία τού ζώου ή για την παράλυση τής λείας του, αλλ. κνιδοκύστη.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nematocyst < νήμα, -ατος, + κύστη)].
Dictionary of Greek. 2013.